- Πρωσία
- (Preussen). Ιστορική περιοχή της Γερμανίας που μέχρι το 1945 αποτελούσε την περισσότερο εκτεταμένη περιοχή της χώρας με 13 επαρχίες, περιλαμβανομένης και της πρωτεύουσας Βερολίνου. Μετά το B’ Παγκόσμιο πόλεμο η Π. εξαφανίστηκε από τις εσωτερικές γερμανικές περιοχές και το ανατολικό τμήμα ανήκει σήμερα στην Πολωνία και στην πρώην ΕΣΣΔ.
Η Π. εκτεινόταν από τα Λουξεμβουργοβελγικά σύνορα έως τα σύνορα με την πρώην ΕΣΣΔ στα Β, φτάνοντας στα Ν μέχρι το Μάιν και τον θουριγγικό Δρυμό. Το έδαφος της Π., ο αρχικός ιστορικός πυρήνας του οποίου βρισκόταν μεταξύ του Έλβα και του Όντερ, περιλάμβανε τις εκτεταμένες πεδιάδες του βορρά και μέρος των ορέων της Έσεν και του Βέζερ.
Ιστορία. Η περιοχή οφείλει την ονομασία της στις σλαβικές φυλές των Βορούσων (ή Πρώσων). Υποτάχθηκε από τους Σπαθοφόρους Ιππότες και το 1226 παραχωρήθηκε από τον Φρειδερίκο B’ στους Τεύτονες Ιππότες, οι οποίοι συμπλήρωσαν τον εκχριστιανισμό της δημιουργώντας και γερμανικές αποικίες. Κατά τον 14o αι. οι Ιππότες συνένωσαν τη χώρα με τη Γερμανία, αφού κατέλαβαν την Πομερανία και, για να μειώσουν την ισχύ των επισκόπων, ευνόησαν την ίδρυση αυτόνομων πόλεων. Μετά την κατάληψη της Νόιμαρκ (1402) όμως, αναγκάστηκαν, για να διατηρήσουν την υπεροχή τους, να υποταχθούν στον βασιλιά της Πολωνίας (ειρήνη του Τορν, 1411) και, αργότερα, κατά το τέλος μιας μακράς σειράς αγώνων, να αρκεστούν στην ανατολική Π. και αυτή υποτελή στους Πολωνούς (β’ ειρήνη του Τορν, 1466).
Η περιοχή έγινε το 1525 δουκάτο της Π. όταν ο Αλβέρτος των Χοεντσόλερν, μέγας μάγιστρος του τευτονικού τάγματος, προσχώρησε στον λουθηρανισμό δημεύοντας την περιουσία του τάγματος. Με τον θάνατο του Αλβέρτου, ύστερα από διαπραγματεύσεις, η διαδοχή περιήλθε στον πρωτότοκο κλάδο των Χοεντσόλερν, που κατείχε τη μαρκιωνία του Βρανδεμβούργου. Πραγματοποιήθηκε έτσι προσωπική ένωση του Βρανδεμβούργου και του δουκάτου της Π. αν και τα δύο εδάφη δεν συνόρευαν και είχαν διαφορετικούς νόμους και θεσμούς. Από τη στιγμή εκείνη η πολιτική των Χοεντσόλερν στράφηκε προς την αποκατάσταση της εδαφικής συνέχειας μεταξύ των διαφόρων κτήσεων που ανήκαν στην οικογένεια και έκανε ομοιογενή τη νομοθεσία, σε τρόπο που να προετοιμάσει τον σχηματισμό ενός μεγάλου γερμανικού κράτους, ικανού να κυριαρχήσει στη Γερμανία.
Στη μαρκιωνία του Βρανδεμβούργου (όπου επικρατούσε το αξίωμα των εκλεκτόρων), στο δουκάτο της Π., στην κομητεία του Ράβενσμπεργκ και της Μαρκ, στην επισκοπή της Μίνδεν και στο δουκάτο της Κλέβης, ο εκλέκτορας Φρειδερίκος Γουλιέλμος των Χοεντσόλερν (1640-88) προσέθεσε με τη συνθήκη ειρήνης της Βεστφαλίας (1648) την ανατολική Πομερανία και την επισκοπή της Κάμιν. Από όλες αυτές τις κτήσεις κατόρθωσε vα αποκομίσει μεγάλα ποσά με τις φορολογίες, που του επέτρεψαν να οργανώσει ισχυρό στρατό. Kατάφερε έτσι να ακολουθήσει πολιτική ισχύος, που του απέφερε νέα εδάφη και, με την ειρήνη της Ολίβα, το 1660, την κατάλυση της υποτέλειας της Π. στην Πολωνία. Το 1701 ο διάδοχός του, σε αντάλλαγμα της βοήθειας που έδωσε στον συνασπισμό κατά του Λουδοβίκου ΙΔ’ και της συμμετοχής του στον πόλεμο της ισπανικής διαδοχής, κέρδισε από τον αυτοκράτορα Λεοπόλδο B’ τον τίτλο του βασιλιά της Π. παίρνοντας το όνομα Φρειδερίκος A’.
Το νέο βασίλειο, που περιελάμβανε όλες τις κτήσεις των Χοεντσόλερν (στις οποίες προσετέθησαν το 1720 η Πομερανία με το Στετίνο, που αφαιρέθηκαν από τη Σουηδία, και το 1740 η Σιλεσία, που αφαιρέθηκε από τους Αψβούργους) κυβερνήθηκε με άκαμπτη απολυταρχία, που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας πειθαρχημένης γραφειοκρατίας και ενός στρατού προετοιμασμένου με σχολαστικότητα. Η μεγάλη διάνοια του Φρειδερίκου B’ (1740-86), του μεγαλύτερου εκπροσώπου του φωτισμένου απολυταρχισμού στην Ευρώπη, και η στρατιωτική ιδιοφυΐα του μεγάλου αυτού βασιλιά, που κατάφερε να νικήσει κατά τον Επταετή πόλεμο (1756-63) τον συνασπισμό των Αυστριακών, Γάλλων, Ρώσων, Σαξόνων και Σουηδών, ύψωσαν την Π. στην πρώτη θέση μεταξύ των γερμανικών κρατών, υπεροχή που σταθεροποιήθηκε με τις νέες εδαφικές επεκτάσεις που προήλθαν από τους διαμελισμούς της Πολωνίας (1772, 1793, 1795) και από κληρονομιές, παρά την παραχώρηση των χωρών που βρίσκονταν αριστερά του Ρήνου, που ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος B’ (1786-97) αναγκάστηκε να πραγματοποιήσει στη Γαλλία το 1795 (Ειρήνη της Βασιλείας). Ουδέτερος κατά τις εκστρατείες των B’ και Γ’ αντιγαλλικών συνασπισμών, ο διάδοχός του Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ’ (1787 – 1840) προσχώρησε στον Δ’ συνασπισμό, αλλά όταν ηττήθηκε στην Ιένα, αναγκάστηκε με την Eιρήνη του Τίλσιτ (1807) να παραχωρήσει στο βασίλειο της Βεστφαλίας, που ιδρύθηκε τότε, τα εδάφη που βρίσκονταν αριστερά του Έλβα και στο Μεγάλο Δουκάτο της Βαρσοβίας μεγάλο μέρος των πρώην πολωνικών ανατολικών εδαφών. Από την προσωρινή αυτή εξασθένηση η Π., κυρίως χάρη στον υπουργό φον Στάιν, κατόρθωσε να ανορθωθεί με συνετές εσωτερικές μεταρρυθμίσεις και με την αναδιοργάνωση του στρατού, έτσι που τον Φεβρουάριο 1813 ήταν σε θέση να απαλλαγεί από την αναγκαστική συμμαχία με τον Ναπολέοντα και να ταχθεί με τη Ρωσία κατά τον 6ο συνασπισμό και να γίνει το κέντρο της εθνικής γερμανικής εξέγερσης. Οι συνθήκες του Παρισιού και της Βιέννης (1814 και 1815), ώθησαν την Π. προς τη Δύση· αφού άφησε στη Ρωσία τα εδάφη που κέρδισε με τον δεύτερο και τρίτο διαμελισμό της Πολωνίας, κέρδισε σε αντάλλαγμα τη μισή Σαξονία, τη Σουηδική Πομερανία με τη Ρούγκεν, τις επαρχίες του Ρήνου και ένα τμήμα του διαμερίσματος του Σάαρ. Κατά τα επόμενα χρόνια η Π., αν και έμενε πιστή στην πολιτική της απολυταρχίας και στην Ιερή Συμμαχία, προώθησε τον εκσυγχρονισμό του κράτους και της οικονομίας με τη δημιουργία της γερμανικής Τελωνειακής Ένωσης (Zollverein, 1828-34) και έδωσε μεγαλύτερη ώθηση στον ανταγωνισμό της με την Αυστρία μέσα στα πλαίσια της Γερμανικής Ομοσπονδίας. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1848, ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ’ (1840-61), θέλοντας να αποφύγει την εκτέλεση της υπόσχεσης που έδωσε στον επαναστατημένο λαό να συγκαλέσει συντακτική συνέλευση, παραχώρησε τον Δεκέμβριο ένα Σύνταγμα δικής του πρωτοβουλίας (που αντικαταστάθηκε το 1850 με ένα άλλο περισσότερο περιορισμένο) και το 1849 αποποιήθηκε το γερμανικό αυτοκρατορικό στέμμα που του προσέφερε το Κοινοβούλιο της Φρανκφούρτης για να μην αναγκαστεί να αναγνωρίσει την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Με τον τρόπο αυτό έπαιξε το παιχνίδι της Αυστρίας, που κατάφερε εύκολα να επιβάλει στον Φρειδερίκο Γουλιέλμο (συνθήκη ειρήνης της Όλμουζ, 1850) την παραίτηση από κάθε γερμανικό πρωτείο. Μερικούς μήνες πριν η Π. αναγκάστηκε και αυτή να αναγνωρίσει την κατοχή του Σλέσβιχ - Χόλσταϊν από τη Δανία.
Την κατάσταση αυτή ανέτρεψε ο Βίσμαρκ, ο οποίος κλήθηκε στην προεδρία της κυβέρνησης από τον Γουλιέλμο A’ (1861-88), και νίκησε το 1864 τη Δανία και το 1866 προσάρτησε το Ανόβερο, το δουκάτο του Νάσαου, τη διοικούμενη από εκλέκτορες Έσεν και το Σλέσβιχ - Χόλσταϊν, αναγκάζοντας και την Αυστρία να δεχτεί τη διάλυση της Γερμανικής Ομοσπονδίας. Τέλος, αφού νίκησε τη Γαλλία το 1870, κατόρθωσε οι Γερμανοί ηγεμόνες να προσφέρουν στοω Γουλιέλμο A’ το στέμμα της Ομόσπονδης Γερμανικής Αυτοκρατορίας (1871). Από τότε, η ιστορία του βασιλείου της Π., που διήρκεσε μέχρι τον Νοέμβριο του 1918, ταυτίζεται με την ιστορία της Γερμανικής αυτοκρατορίας.
Π. Aνατολική (Ostpreussen). Ιστορική περιοχή της κεντρικής Ευρώπης, γερμανική μέχρι το 1945 και διαιρεμένη σήμερα μεταξύ της πρώην Σοβιετικής Ένωσης στα Β (πρώην επαρχία Καλίνινγκραντ) και της Πολωνίας στα Ν (βοϊβοδάτο της Όλστιν). Η Α.Π. υπήρξε το λίκνο της γερμανικής ισχύος κατά τη νεότερη εποχή, από τον 13o αι., όταν την αποίκισαν οι Τεύτονες Ιππότες δίνοντάς της την ονομασία Π., η οποία άλλαξε αργότερα στη σημερινή, όταν η ονομασία αυτή επεκτάθηκε στα εδάφη που κατέκτησαν οι Χοεντσόλερν. Βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα και ορίζεται από την Πομερελία στα Δ, από τη Μαζοβία στα Ν και από τη Λιθουανία στα Α. Τα δυτικά και ανατολικά σύνορά της υπέστησαν διάφορες αλλαγές· κατά την εποχή του Βίσμαρκ περιλάμβανε το έδαφος του Μέμελ, ενώ κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1919-33) δεν εκτεινόταν στο έδαφος αυτό (που απετέλεσε από το 1924 αυτόνομη περιοχή της Λιθουανίας), αλλά περιλάμβανε τη δυτική λωρίδα, η οποία συνόρευε με το ελεύθερο Έδαφος του Ντάντσιχ.
Το τοπίο είναι λοφώδες στα Ν (300 μ.), κυματοειδές και πεδινό στα Β· παντού είναι εμφανής η διαβρωτική και ιζηματογενής δράση των σκανδιναβικών παγετώνων του Τεταρτογενούς· τα χαμηλότερα τμήματα κατακλύστηκαν ύστερα από τα νερά, γι’ αυτό και η περιοχή είναι πλούσια προπάντων στο νοτιότερο τμήμα (Μαζουρία), σε μεγάλες και μικρές λίμνες, μοραινικής προέλευσης. Το κλίμα είναι ημιηπειρωτικό με δροσερά και υγρά καλοκαίρια και χειμώνες μάλλον ψυχρούς. Σπουδαιότεροι ποταμοί είναι ο Βιστούλας, ο Νόγκατ, ο Νέμαν (Νέμουνας), ο Πρεγκόλια και ο Πασουέκα.
Κυριότερες πλουτοπαραγωγικές πηγές είναι η γεωργία (πατάτες, κηπευτικά, δημητριακά), η κτηνοτροφία, η αλιεία, η εκμετάλλευση του υπεδάφους (λιγνίτης) και η βιομηχανία (ναυτιλιακών ειδών, ειδών διατροφής, ξυλείας).
Κυριότερες πόλεις είναι το Καλίνινγκραντ (πρώην Κένιξμπεργκ) και το Σόβετσκ (πρώην Τίλσιτ) στον πρώην σοβιετικό τομέα και το Όλστιν (πρώην Άλενσταϊν) και το Έλμπλαγκ (πρώην Έλμπινγκ) στον πολωνικό τομέα.
Το πρωσικής αρχιτεκτονικής ανάκτορο του Σαρλότεμπουργκ (16ος αι.) στο Βερολίνο.
Κάθε καλοκαίρι οι λίμνες της Πρωσίας συγκεντρώνουν πλήθος τουριστών, που επιδίδονται στο κολύμπι και στην κωπηλασία.
Dictionary of Greek. 2013.